Αν οι μαθητές γνωρίζουν το προφίλ τους μπορούν να διαχειριστούν τη μάθησή τους, με αποτέλεσμα η μάθηση, σύμφωνα με τη θεωρία της ΠΝ, να υποδηλώνει αυτορρύθμιση, η οποία ακολουθεί τις ίδιες αρχές με τις θεωρίες των διαφόρων μορφών μάθησης. Κάποιοι ερευνητές τόνισαν τις ομοιότητες της θεωρίας της ΠΝ με τις θεωρίες των μορφών μάθησης και συγχρόνως επεσήμαναν πόσο διαφορετικές είναι (Denig, 2004, Dunn και άλλοι, 2001 και Ozgen και άλλοι, 2011). Οι θεωρίες για τις μορφές μάθησης δεν εμπεριέχουν μόνο μία θεωρητική άποψη. Διάφοροι θεωρητικοί ανέπτυξαν πολλές τυπολογίες, μοντέλα και τρόπους ελέγχου για να αναγνωρίσουν και να μετρήσουν τις μορφές μάθησης. Για παράδειγμα, το μοντέλο του Neil Fleming για τη μάθηση (Fleming & Baume, 2006), περιέχει τέσσερις τρόπους μάθησης: οπτικός, ακουστικός, κιναισθητικός και γλωσσικός. Άλλες θεωρίες βασίζονται σε επιλογές συγκεκριμένων τύπων γνωστικής επεξεργασίας, με διακρίσεις μεταξύ διαισθητικών και αναλυτικών στοχαστών (Allinson & Hayes, 1996) ή μεταξύ ακτιβιστών, πραγματιστών, ανακλαστικών και θεωρητικών (Honey & Mumford, 1992).
Η βασική διάκριση, μεταξύ των θεωριών για τις μορφές μάθησης και της προσέγγισης της ΠΝ, είναι ότι η θεωρία της ΠΝ ασχολείται με τους πολλαπλούς τρόπους διδασκαλίας και αξιολόγησης, ενώ οι θεωρητικοί των μορφών μάθησης ασχολούνται με τον τρόπο που μαθαίνουν οι μαθητές (Denig, 2004 και Dunn και άλλοι, 2001). Ο Gardner (2006), τόνισε την ανάγκη απόρριψης των όρων νοημοσύνη και μορφή, καθώς αποτελούν ψυχολογικά δομήματα. Η νοημοσύνη είναι η υπολογιστική δύναμη ενός νοητικού συστήματος και η μορφή είναι ο τρόπος με τον οποίο ένα άτομο προσεγγίζει το υλικό της μάθησης. Παρά τις διαφορές, όλα μπορούν να θεωρηθούν ως χρήσιμα εργαλεία για τους εκπαιδευτικούς και τη δημιουργία αναλυτικών προγραμμάτων, καθώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τα ποικιλόμορφα προφίλ των μαθητών, παρέχοντας πολλαπλά εργαλεία μάθησης και ευκαιρίες αξιολόγησης (Denig, 2004 και Dunn και άλλοι, 2001).