Σύμφωνα με την Αρχή της Μη Διάκρισης, όπως ορίζεται στο Άρθρο 2 της Σύμβασης, τα κράτη υποχρεούνται να σέβονται και να διαφυλάσσουν τα δικαιώματα των παιδιών χωρίς καμία διάκριση. Οι διακρίσεις μπορούν να προκύψουν σε διάφορες πτυχές της ζωής και της ανάπτυξης ενός παιδιού, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών που μπορεί να επηρεάσουν την πρόσβαση σε ποιοτική εκπαίδευση, υγεία, αποκατάσταση, προετοιμασία για εργασία και υπηρεσίες ψυχαγωγίας (Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, 2018). Συγκεκριμένες ομάδες παιδιών που οι συνθήκες τα καθιστούν ευάλωτα ενδέχεται να επηρεαστούν ακόμη περισσότερο και, επομένως, βιώνουν πιο μειονεκτικές συνθήκες διαβίωσης και χαμηλότερο επίπεδο ποιότητας ζωής. Σε ρεαλιστικό επίπεδο, τα παιδιά που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες ενδέχεται να μην έχουν πρόσβαση σε πολλές παρεχόμενες υπηρεσίες ή μπορεί να έχουν περιορισμένη πρόσβαση, χωρίς να αντιμετωπίζονται επαρκώς οι πραγματικές τους ανάγκες. Για παράδειγμα, παιδιά που μιλούν άλλες γλώσσες αντιμετωπίζουν ορισμένα εμπόδια στο επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα και έχουν περιορισμένη πρόσβαση στην εκπαίδευση, συχνά ως αποτέλεσμα ακατάλληλων δομών και/ή έλλειψης διαδικασιών. Κατά συνέπεια, αυτά τα παιδιά γίνονται συχνά παρατηρητές και όχι συμμετέχοντες στη μαθησιακή διαδικασία, επειδή δεν μπορούν να επιτύχουν ή να συμμετέχουν ουσιαστικά σε αυτήν.
Ταυτόχρονα, σε επίπεδο συμπεριφοράς, με βάση τις αναπαραστάσεις που έχουν οι κοινωνίες, τα παιδιά των ευάλωτων ομάδων μπορεί να αναπτύξουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, η οποία, με τη σειρά της, τα παγιδεύει σε χαμηλό επίπεδο ποιότητας ζωής. Ο προσδιορισμός ομάδων παιδιών που οι συνθήκες τα καθιστούν ευάλωτα είναι απαραίτητος για την ανάπτυξη μηχανισμών που αποτρέπουν την περιθωριοποίησή τους και διασφαλίζουν την ποιότητα ζωής τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά το γεγονός ότι συγκεκριμένες ομάδες παιδιών ενδέχεται να έχουν υψηλότερο κίνδυνο ευαλωτότητας στην παιδική τους ηλικία, όπως παιδιά με αναπηρία, παιδιά που μετακινούνται, παιδιά Ρομά, κ.ά., η ευαλωτότητα δεν καθορίζεται από συγκεκριμένες πτυχές της ταυτότητας του παιδιού. Δεν είναι εγγενής «ετικέτα», αλλά καθορίζεται ως αποτέλεσμα των συγκεκριμένων κοινωνικών συνθηκών και/ή εμποδίων που μπορούν να επηρεάσουν την κατάσταση του παιδιού σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Τέλος, η νομοθεσία, η πολιτική και οι πρακτικές πρέπει να διασφαλίζουν ότι δεν ασκούνται διακρίσεις εις βάρος των παιδιών, έτσι ώστε να διασφαλίζεται αποτελεσματικά η ποιότητα ζωής για όλα τα παιδιά.