Η θεωρία της Πολλαπλής Νοημοσύνης (ΠΝ) έχει προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον στην εκπαιδευτική κοινότητα παγκοσμίως, ως ένα χρήσιμο εργαλείο για τους εκπαιδευτικούς και για τον προγραμματισμό της διδακτέας ύλης. Παρόλο που ο Howard Gardner, ο εμπνευστής αυτής της θεωρίας, δεν την επινόησε για εκπαιδευτικούς σκοπούς, εντούτοις αυτή κατέστη ιδιαίτερα δημοφιλής στην εκπαίδευση, αφού εξυπηρετεί τα ποικίλα προφίλ των μαθητών, παρέχοντάς τους διάφορα εργαλεία μάθησης και ευκαιρίες αξιολόγησης. Πολλές μελέτες συνέδεσαν την ΠΝ με τη μόρφωση, όπως για παράδειγμα η πολλαπλή νοημοσύνη στην τάξη (Armstrong, 2009), η διδασκαλία και η μάθηση μέσω της πολλαπλής νοημοσύνης (Campbell κ.ά., 1996) και οι κατευθυντήριες γραμμές στη βάση της ΠΝ (Yaumi, 2013). Η εκπαίδευση στη βάση της ΠΝ έχει διευρύνει τις υφιστάμενες παραδοσιακές μεθόδους, πέραν από τους γλωσσικούς και λογικομαθηματικούς τρόπους διδασκαλίας, προσφέροντας περισσότερες επιλογές. Είναι μία μαθητοκεντρική στρατηγική, που αναγνωρίζει ότι το κάθε άτομο έχει τα δικά του επίπεδα ικανότητας, τα δικά του ταλέντα, τις δικές του μαθησιακές προτιμήσεις και μπορεί να ενεργοποιήσει τους δικούς του τύπους νοημοσύνης, εάν του δοθούν οι κατάλληλες ευκαιρίες (Gardner, 2006 και Lazear, 2003). Με αυτή τη λογική, όλοι οι μαθητές μπορούν να επιτύχουν σε πολλά πράγματα, ο καθένας με τους δικούς του ρυθμούς, αν και κάποιοι από αυτούς θα βελτιωθούν πιο γρήγορα σε ένα τομέα παρά σε άλλους. Ο ρόλος του κάθε εκπαιδευτικού είναι να παρέχει στους μαθητές του ένα πλούσιο περιβάλλον μέσα στο οποίο να αλληλεπιδρούν, χρησιμοποιώντας διάφορους τύπους νοημοσύνης και αποκαλύπτοντας, έτσι, τους τομείς που πλεονεκτούν. Και συγχρόνως, να αναπτύσσουν όλους τους τύπους νοημοσύνης, έτσι ώστε να αποκτούν κάποιο επίπεδο επάρκειας και να διαμορφώνουν μία προσωπικότητα πολλαπλών δεξιοτήτων, που ουσιαστικά αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα για την ατομική ευημερία των παιδιών.